άκτα

άκτα
Εκκλησιαστικά κείμενα της Δυτ. Εκκλησίας στα οποία περιγράφονται όλα τα γεγονότα τα σχετικά με τη ζωή, τη δράση και τα μαρτύρια των αγίων. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη acta που σημαίνει πράξεις. Acta Sanctorum (Πράξεις αγίων). Τεράστια συλλογή της αγιογραφικής φιλολογίας που άρχισε να εκδίδεται το 1643 στην πόλη Αμβέρσα του Βελγίου από τους ιησουίτες Bolland, Papebroch και Heuschen. Μέχρι το 1794 οι Βολανδιστές (από τον Bolland), είχαν εκδώσει 52 τόμους. Το 1894 εκδόθηκε ο 64ος τόμος που φτάνει μέχρι τις 4 Νοεμβρίου. Η συλλογή αυτή είναι μεγάλης αξίας για την αγιογραφία και την εκκλησιαστική ιστορία, καθώς περιέχει όλες τις πληροφορίες σχετικά με τη ζωή των αγίων. Ολόκληρος ο τίτλος της είναι Acta Sanctorum quotquot toto orbe coluntur. Acta Martyrum (Μαρτυρολόγια).Τα εκκλησιαστικά συγγράμματα στα οποία περιγράφονται τα μαρτύρια των πρώτων χριστιανών αγίων. Χρονολογούνται από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και αποτελούνται είτε από επίσημα έγγραφα, τα οποία περιέχουν τη δικαστική διαδικασία σχετικά με την καταδικαστική απόφαση, είτε από μαρτυρίες τρίτων που παραβρέθηκαν τη στιγμή του μαρτυρίου ή μετέφεραν σχετικές διηγήσεις άλλων. Από τα αρχαιότερα σχετικά κείμενα είναι το αναφερόμενο στον Πολύκαρπο της Σμύρνης (2ος αι.) και ο βίος και το μαρτύριο του Κυπριανού.
* * *
ἄκτα, τα (AM)
τα πεπραγμένα, γεγονότα, πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. λ. acta-ōrum «πράξεις, πραχθέντα, πεπραγμένα, δημόσιες πράξεις».
ΠΑΡ. μσν. ἀκτολογῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀκτά — Ἀκτά̱ , Ἀκτή fem nom/voc/acc dual Ἀκτά̱ , Ἀκτή fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτά — ἀκτά̱ , ἀκτή headland fem nom/voc/acc dual ἀκτά̱ , ἀκτή headland fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτᾶς — ἀκτᾶ̱ς , ἀκτάζω banquet on the shore fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκτέα elder tree fem acc pl (attic doric) ἀκτέα elder tree fem gen sg (doric) ἀκτή headland fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτάν — Ἀκτά̱ν , Ἀκτή fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτάν — ἀκτά̱ν , ἀκτή headland fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτάς — Ἀκτά̱ς , Ἀκτή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτάς — ἀκτά̱ς , ἀκτή headland fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτάων — Ἀκτά̱ων , Ἀκτή fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτάων — ἀκτά̱ων , ἀκτή headland fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμάτηρ — (Α) 1. δωρ. τ. τού Δημήτηρ 2. η κλητ. Δάματερ ως επιφώνημα εκπλήξεως 3. «Δαμάτερος ακτά (ή καρπός)» το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Δημήτηρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”